καμαρώνω

καμαρώνω
(AM καμαρῶ, -όω, Μ και καμαρώνω)
κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω
(νεοελλ.-μσν)
1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν γαμπρός»)
2. θαυμάζω, κοιτάζω κάποιον ή κάτι με θαυμασμό, με στοργή, με χαρά ή υπερηφάνεια («καμαρώνει τα παιδιά της»)
3. (με ειρωνική σημ.) βλέπω και ντρέπομαι («καμάρωσε τον προκομμένο σου έτσι που κατάντησε»)
4. στέκομαι ή κάθομαι ή βαδίζω με προσποιητή σοβαρότητα, με ακκισμούς, με νάζια
5. έχω όψη χαρούμενη, γιορταστική, χαίρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καμαρωμένος, -η, -ον
α) καμαρωτός
β) αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος
γ) αξιαγάπητος, ελκυστικός, χαριτωμένος («επρόβαλεν... νιος καμαρωμένος», Ερωτόκρ)
δ) (για γυναίκα) η κακής διαγωγής, που έχει ελευθέρια ήθη («εξαπολυμένας και καμαρωμένας γυναίκας», Σοφιαν.)
7. παροιμ. α) «που καμαρώνει γι' αφεντιά, πρέπος κι αφέντης νά 'ναι» — αυτός που έχει την αξίωση να αναγνωρίζεται ως ευγενής πρέπει πράγματι να έχει ευγένεια
β) «καμαρώνουν τ' άτια, μα να καμαρώνουν κι οι γαϊδάροι!» — γι' αυτούς που έχουν αλαζονεία χωρίς να έχουν καμιά αξία
γ) «καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα» — γι' αυτούς που απαιτούν διακρίσεις χωρίς να αξίζουν
δ) «τί να καμαρώσεις πρώτα, την τσεβδιά του ή την καμπούρα ή την έρμη του την κούτρα» — για ανθρώπους με πολλά σωματικά ελαττώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα
η αρχική σημ. τής λ. είναι «κάμπτω το σώμα μου, κυρτώνομαι έτσι ώστε το σώμα μου να σχηματίσει καμάρα». Η σημ. τής λ. στη Νέα Ελληνική «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι» προήλθε πιθ. από τη χρήση της στους μσν. χρόνους προκειμένου να δηλώσει το κύρτωμα τού αυχένα τού αλόγου προς επίδειξη υπερηφάνειας. Το γεγονός ότι η λ. δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου σήμερα μ' αυτή τη σημ. δημιουργεί δυσκολίες στην αποδοχή αυτής τής ερμηνείας. Κατ' άλλους, η σημερινή σημ. τής λ. προκύπτει από την υπόκλιση που έκανε η νύφη για να χαιρετίσει τους παλιούς και νέους συγγενείς της σε γαμήλια έθιμα τής μσν. περιόδου. Η ερμηνεία αυτή βασίζεται κυρίως στο ότι, σε ορισμένες περιοχές, η λ. χρησιμοποιείται για τη νύφη, μέχρι σήμερα. Οι σημασιολογικές δυσχέρειες που γεννά αυτή η ερμηνεία είναι ότι το προσκύνημα αυτό θεωρείται κοπιαστικό και δύσκολα επομένως μπορεί να συσχετιστεί με αισθήματα υπερηφανείας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμαρώνω — καμαρώνω, καμάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καμαρώνω — καμάρωσα, καμαρώθηκα, καμαρωμένος 1. είμαι περήφανος για κάτι, κορδώνομαι: Καμαρώνει σαν νύφη. 2. βλέπω κάτι με θαυμασμό: Καμαρώνει τα παιδιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορδώνω — (Μ κορδώνω και κορδώννω) τεντώνω δυνατά, τραβώ κάτι πολύ νεοελλ. 1. (ενεργ. και μέσ.) τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι, επαίρομαι, καμαρώνω 2. φρ. «τά κόρδωσε» πέθανε 3. παροιμ. «γίδα ψόφια, νουρά κορδωμένη» λέγεται για πτωχαλαζόνες… …   Dictionary of Greek

  • συγγαυριώ — όω, Α περηφανεύομαι, καμαρώνω και εγώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γαυριῶ «περηφανεύομαι, καμαρώνω» (< γαῦρος «καμαρωτός, περήφανος»)] …   Dictionary of Greek

  • αγερωχεύομαι — ἀγερωχεύομαι (Μ) [ἀγέρωχος] είμαι υπερήφανος, καμαρώνω για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ …   Dictionary of Greek

  • βουγάιος — βουγάϊος, ο (Α) 1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά 2. αδρανής 3. βραδύνους, χοντροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β συνθετικό συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • γαίω — (Α) καμαρώνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γaFiω < (ινδοευρ.) *gαu «χαίρομαι, καυχώμαι» (πρβλ. γάνυμαι, γηθέω). Στην Ιλιάδα μαρτυρείται μόνο η μετοχή γαίων μαρτυρείται επίσης ένας τ. γαίεσκον «έχαιρον» (Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek

  • γαυριώ — γαυριῶ ( άω) (AM) [γαύρος] 1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ. β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ 2. είμαι γεμάτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”